- Φρεάρριος
- και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α1. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω τού αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοιονομασία δήμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.